συγκατασκευάσας

συγκατασκευάσας
συγκατασκευά̱σᾱς , συγκατασκευάζω
help in establishing
fut part act fem acc pl (doric)
συγκατασκευά̱σᾱς , συγκατασκευάζω
help in establishing
fut part act fem gen sg (doric)
συγκατασκευά̱σᾱς , συγκατασκευάζω
help in establishing
fut part act fem acc pl (doric)
συγκατασκευά̱σᾱς , συγκατασκευάζω
help in establishing
fut part act fem gen sg (doric)
συγκατασκευάσᾱς , συγκατασκευάζω
help in establishing
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
συγκατασκευάσᾱς , συγκατασκευάζω
help in establishing
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκατασκευάζω — Α [κατασκευάζω] 1. συντελώ στη διευθέτηση ή στη διοργάνωση 2. (σχετικά με πόλεμο) βοηθώ στη διεξαγωγή («οὗτος ἐστι ὁ συγκατασκευάσας καὶ πάντων εἷς ἀνὴρ τῶν μεγίστων αἴτιος κακῶν», Δημοσθ.) 3. βοηθώ κάποιον να κάνει κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”